Με τον τίτλο αυτόν δεν θα μπορούσε να περιγράφεται τίποτα άλλο, παρά το σπουδαίο αυτό έργο του Οδυσσέα Ελύτη, που υπάρχει στην καρδιά μου από εκείνη την ημέρα που έφτασε στα χέρια μου. Είναι ένας ύμνος προς τον έρωτα, γι’ αυτό και σε κάθε ανάγνωση του, γεννούνται δάκρυα, και σκέψεις…
Ύστερα από άπειρες αναγνώσεις, στην κυριολεξία θα μπορούσε να με πει κανείς..ειδήμων.. να περιγράψει τα όσα έχει να προσφέρει το έργο αυτό, είτε πρόκειται για την πρώτη σας ανάγνωση είτε για τις μεταγενέστερες.
Πρόκειται λοιπόν, για ένα κείμενο που μας φέρνει στο φως έναν τόσο όμορφα εξιδανικευμένο έρωτα, έναν έρωτα που οι ρίζες του είναι τόσο δυνατές που ούτε ο θάνατος δεν είναι σε θέση να τις κόψει.
Η κοπέλα σκοτώνεται αλλά ο αγαπημένος της, που ταυτίζεται με τον αφηγητή της ιστορίας, δεν σταματάει να την διεκδικεί ακόμη και μετά την αυτοκτονία της. Θυμάται τις στιγμές του έρωτα τους και τρέχει να τις μοιραστεί μαζί μας.
Στα αυτιά μας αλλά και στα μάτια μας αυτό φαντάζει ακατόρθωτο αλλά αυτοί οι δύο εραστές είχαν ένα τόσο ισχυρό δέσιμο που στα δεδομένα και τις αισθήσεις εκείνης την εποχής δεν ήταν ταιριαστό.
Ένα τέτοιο δέσιμο δηλαδή,δεν γινόταν επιτρεπτό,ήταν με λίγα λόγια κατακριτέο και έτσι η κοπέλα βάλθηκε με αυτοχειρία να πεθάνει. Με λίγα λόγια, μιλάμε για μια ερωτική τραγωδία.
Ο αγαπητικός της όμως , μέρα παρά μέρα, παρατηρείται να προσπαθεί να της δείξει πόσο κοντά της είναι, σκεπτόμενος πως κανένας παράδεισος δεν μπορεί να συγκριθεί με τον έρωτα τους.
Το ~μ’ακους~ που επαναλαμβάνεται στους στίχους, μου προκαλεί κάθε φορά ανατριχίλα, γιατί κάθε φορά προσπαθεί να μιλήσει με την καλή του,με αυτήν που μέσω της σκέψης του, θέλει να επαναφέρει κάθε εικόνα και στιγμή.
Για όσους δεν το έχουν αντιληφθεί ή δεν το γνωρίζουν, πρόκειται για το πολύ γνωστό έργο, “Το Μονόγραμμα” και φυσικά ανήκει στον Οδυσσέα Ελύτη. Πρωτοεκδόθηκε στις Βρυξέλλες το 1871 και στην Ελλάδα το αμέσως επόμενο έτος.
Είναι πραγματικά τόσο ηχηρό το μήνυμα που θέλει να δώσει ο ποιητής, που αν αναλύσεις μέχρι και τον τίτλο, θα καταλάβεις πόσο δύναμη ψυχής πρέπει να έχει ένας άνθρωπος.
Πως κατάφερε μετά από μια τέτοια αγάπη να επιβιώσει και να αναβιώνει στην μνήμη του όσα έζησε για χάρη της μοναδικής του αγάπης.
Αυτό το κείμενο είναι ένα πρότυπο που πρέπει να έχουμε όλοι καλά εντυπωμένο στο μυαλό μας.
Ένα πρότυπο που πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε οτιδήποτε και να σκεφτόμαστε και να ζούμε την κάθε στιγμή με τον δικό μας εραστή.
Γιατί όσες καταιγίδες και να έρθουν πάντοτε ο έρωτας μας πρέπει να είναι πιο δυνατός, να είναι η σανίδα μας.
Αυτό είναι και το νόημα εξάλλου. Το μονόγραμμα είναι μόνο ένα γράμμα στο οποίο αναγράφονται όσα χαρακτηρίζουν έναν έρωτα που θα μείνει στον χρόνο.
Μπορεί η κοινωνία να μην τους επέτρεψε να μεταλαμπαδεύσουν την αγάπη και τα χαμόγελα τους, όσο υπήρχαν και οι δύο εραστές στη ζωή αλλά όσα έχουν αποτυπωθεί στο χαρτί μπορούν να μας γαλουχήσουν τα μυστικά αυτής της ανιδιοτελούς αγάπης.
Γιατί πραγματικό νόημα έχει να αγαπάς δίχως να βλέπεις εμπόδια και κακεντρέχειες. Δίχως να λογαριάζεις τα όσα πρόκειται να έρθουν.
Γιατί σε κάθε αγάπη υπάρχουν ταραχές, αλλά σε κάθε μεγάλη αγάπη θα υπάρχουν και θύματα που θα μείνουν για πάντα ανεξίτηλα,όπως η αγαπημένη, του ήρωα μας.
Κάποιοι από τους στίχους που έχω ξεχωρίσει :
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει, μ’ ακούς
Στα νερά ένα-ένα, μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες, μ’ ακούς
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι δυο μαζί, μ΄ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ’ ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε, μ’ ακούς
Και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μεσ’ στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιός μιλεί στα νερά και ποιός κλαίει – ακούς;
Ποιός γυρεύει τον άλλο, ποιός φωνάζει – ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ΄αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
- Η Ανομοιομορφία του τέλειου