Just a babe in a black abyss
No reason for a place like this
Γεννήθηκα το 1973. Κι αν έχω μια καθαρή ανάμνηση από την εφηβεία μου, δεν είναι πρόσωπα. Ούτε φωνές. Είναι αυλάκια.
Μαύρα, λεπτά, κυκλικά αυλάκια σε έναν δίσκο βινυλίου που ήρθε και δεν έφυγε ποτέ.
Το όνομά του: Piece of Mind.
Το συγκρότημα: Iron Maiden.
Η εποχή: 1983 με θορύβους στο κεφάλι μου και σιωπή γύρω μου.
Δεν ήμουν «παιδί» με την κλασική έννοια.
Ήμουν περισσότερο ερώτηση παρά δήλωση.
Και ο κόσμος γύρω μου ήθελε μόνο απαντήσεις.
Βολικές. Καθαρές. Απλές.
Μα τότε, άκουσα για πρώτη φορά τη βροντή του Where Eagles Dare.
Η βελόνα κατέβηκε και σαν να σκίστηκε ο ουρανός.
Η φωνή του Bruce Dickinson μπήκε στο δωμάτιό μου σαν να κουβαλούσε χιλιάδες χρόνια μνήμης και φωτιάς.
Δεν κατάλαβα τι ένιωθα, αλλά ένιωσα.
Ο δίσκος έπαιξε ολόκληρος. Μια, δύο, δέκα, εκατό, χίλιες φορές.
Και κάθε φορά, γινόταν λιγότερο ήχος και περισσότερο φως μέσα στο στήθος.
Όμως, ήταν το Revelations που με σταμάτησε.
Όχι όπως σταματάς για να ακούσεις.
Αλλά όπως σταματάς όταν σου μιλάνε τα μέσα σου και δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.
“O God of Earth and Altar / Bow down and hear our cry”
Αυτή δεν ήταν προσευχή.
Ήταν έκρηξη μέσα στη σιωπή μου.
Έκλεισα τα μάτια και άκουσα.
Όχι τη μουσική. Εμένα.
Μέσα σε εκείνα τα λόγια, μέσα σε εκείνη τη σκοτεινή μελωδία, κάτι έσπασε.
Ή μάλλον: κάτι ξεκλείδωσε.
Ένας φόβος. Ένα γιατί. Μια ελπίδα που δεν είχε ακόμη λέξεις.
“She came to me with a serpent’s kiss
As the Eye of the Sun rose on her lips”
Το είπα χαμηλόφωνα, χωρίς να καταλαβαίνω σε ποιον απευθύνομαι.
Αλλά ένιωθα πως κάποιος, κάτι, άκουγε.
Εκείνο το βινύλιο έγινε το καταφύγιό μου.
Κάθε αυλάκι του με κρατούσε όταν όλα γύρω μου φαίνονταν ρηχά.
Και το Revelations…
Το Revelations έγινε καθρέφτης.
Άρχισα να το ακούω κάθε βράδυ.
Και κάθε φορά ανακάλυπτα μια νέα πλευρά του εαυτού μου, όχι πάντα όμορφη. Πολλές φορές, σκοτεινή. Άβολη.
Αλλά αληθινή.
Σαν να καθόμουν απέναντι από τον πιο ειλικρινή μου εαυτό και να του έλεγα:
«Μίλα. Σου υπόσχομαι φιλαράκο οτι αυτή τη φορά, θα σ’ ακούσω.»
Άκουσα αυτό τον δίσκο τόσο πολύ, τόσο βαθιά, τόσο συχνά, που τον έλιωσα.
Κυριολεκτικά.
Η βελόνα άρχισε να χοροπηδάει. Ο ήχος να κόβεται. Οι γρατζουνιές να σκεπάζουν τις λέξεις.
Και όταν το Revelations έσπασε στη μέση του στίχου
“The time has come to close your eyes
And still the wind and rain”
ένιωσα σαν να έχασα κάποιον δικό μου.
Δεν άντεξα.
Πήγα και το ξαναπήρα.
Ίδιο εξώφυλλο. Ίδια μυρωδιά.
Αλλά όχι ίδιο αντίτυπο.
Το πρώτο ήταν μέρος του κορμιού μου. Αυτό ήταν απλώς αντικατάσταση.
Κι όμως, όταν έπαιξε καθαρά ξανά… Έκλαψα.
Σιωπηλά, σαν μυστική επιστροφή.
Οι Iron Maiden δεν είναι μια μπάντα για μένα.
Είναι σύμβολο επιβίωσης.
Ο δίσκος αυτός δεν με διασκέδασε. Με έσωσε.
Όχι με τις απαντήσεις του, αλλά με τη γενναιότητα να με κάνει να ζήσω με τις ερωτήσεις.
Κι αν σήμερα, τόσες δεκαετίες μετά, κάποιος με ρωτήσει:
«Πότε ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβες πως η μουσική δεν είναι ήχος, αλλά πύλη;»
Θα του πω:
Όταν η βελόνα άγγιξε το “Revelations” και εγώ άκουσα, για πρώτη φορά, τον εαυτό μου.
Τέχνη δεν είναι αυτό που βλέπεις ή ακούς.
Είναι αυτό που ξυπνά μέσα σου.
Και μένει.
Όπως αυτός ο δίσκος.
Όπως εκείνη η στιγμή.
Όπως εγώ τότε.
- “Piece of Mind, Piece of Me”
