- Adagio:
Κάποιος χτύπησε κρυστάλλινα ποτήρια στο διπλανό δωμάτιο,
Και οι ήχοι, απότομοι και καθαροί, έπιασαν αγκαζέ τη μοναξιά του.
Ένας παγίδεψε τα ψίχουλα του δείπνου σε ένα ριγέ τραπεζομάντηλο
που πάντα το μισούσε, και βρυχήθηκε στα άπλυτα του νεροχύτη.
Μια χοντρή κουβέρτα τύλιξε το πλαδαρό κορμί μιας φοιτήτριας,
Που ζούσε μέσα σε μιαν άλλη και δεν είχαν ποτέ συναντηθεί.
Ένα βιβλίο έκλεισε πρόωρα σαν καπάκι από μπουκάλι υπνωτικών
και οι ήρωες της ιστορίας έπαιξαν μια κρυφή υπερωρία.
Και η ώρα ερώτων ίδρωσε κλείνοντας άλλον ένα κύκλο,
και μέτρησε τις περιφέρειες, ξέροντας πως γερνά.
Ένας στραβός τενεκές αναψυκτικού δέχτηκε την κλωτσιά περαστικού,
και άκουσε ένα σφύριγμα γνωστό, που όλα τα σκουπίδια εκείνου του δρόμου
είχαν συμφωνήσει να το λένε “το adagio της Κυριακής”.
- Βρεγμένα βράδια
Τα βρεγμένα κυριακάτικα βράδια, άδεια από ήχους, πενθούν το σαββατόβραδο,
και οι προσδοκίες σιμώνουν το απόλυτο μηδέν.
Τα βρεγμένα κυριακάτικα βράδια με πέτρινους ήχους των σταγόνων σπρώχνουν το χρόνο
και ζώνες φωτεινές παιδεύονται στη σκέδαση.
Τα βρεγμένα κυριακάτικα βράδια υμνούν την έγνοια στην περίσσεια γύμνια τους
και η οδύνη πέφτει, στο νόμο της βαρύτητας πιστή.
Τα βρεγμένα κυριακάτικα βράδια χορταίνουν την ορκισμένη ματαιότητα με τίποτα
κι ο Κανένας τυφλώνει τη μονόφθαλμη απαίτηση.
Τα βρεγμένα κυριακάτικα βράδια, σαν ουδέτερη αναγγελία επιστημονικής διάγνωσης,
και η έπαρση, κλινικά νεκρή.
- “Κυριακή” (σε δύο πράξεις)