Στο τραπέζι ένα πιάτο δεμένο με σιωπή,
κανείς δεν το αγγίζει, κανείς δεν το σηκώνει.
Μια καρέκλα κενή, μια σκιά στην αυλή,
κι ένα σπίτι που πλέον δεν ξημερώνει.
Τα ρούχα διπλωμένα, όπως τ’ άφησε εκεί,
το άρωμά του πλανάται σαν ψίθυρος κρύος.
Η μάνα ξαγρυπνά, δεν κλείνει η πληγή,
κι ο πατέρας κοιτάει τον τοίχο αμίλητος, βουβός.
Τα αδέρφια σωπαίνουν, δεν παίζουν, δεν γελούν,
στον διάδρομο πια δε χτυπούν τα ποδήλατα.
Στο σαλόνι μια τούρτα που δεν θα σβηστεί,
γενέθλια χαμένα σε ημερολόγια άδεια.
Και το τηλέφωνο… μακάρι να χτυπήσει,
μα η γραμμή νεκρή, το όνομα σβηστό.
«Έφτασες;», ρωτούσαν την ίδια ώρα πάντα,
μα το μήνυμα χάθηκε στο σκοτάδι βουβό.
Οι οικογένειες των Τεμπών δεν ζουν, επιβιώνουν,
περπατούν στο κενό με βαριά την καρδιά.
Μια αγκαλιά που δεν δόθηκε, ένα «σ’ αγαπώ» που δεν ειπώθηκε,
κι ένα τρένο που πήρε μακριά τη χαρά.
Και η σιγή στις ράγες, βαριά σαν μνήμα,
μια σκιά που ποτέ δεν θα φύγει από εκεί.
Οι οικογένειες κλαίνε, μα ο κόσμος τρέχει,
μα για εκείνους, ο χρόνος σταμάτησε εκεί.
- Ορφανμένες Αγκαλιές