Ένα βροχερό μεσημεριανό του Σεπτέμβρη σ’ ένα σκοτεινό ημι-οροφιακό στούντιο της Θεσσαλονίκης. Μετά από μία σειρά ατυχών γεγονότων μέχρι να φτάσω εκεί, η κακή μου τύχη φάνηκε να υποχωρεί με την αρχή της κουβέντας μας με την Lia. Για να σας βάλω λίγο στο κλίμα, η Lia Amp είναι μία καλλιτέχνιδα της πόλης. Συνθέτει, γράφει, παίζει και διδάσκει. Εγώ την γνώρισα ως ντράμερ, αλλά πέρα από αυτό την έχω δει να τραγουδάει, να παίζει πλήκτρα, σαξόφωνο, κιθάρα. Θα μπορούσα να μπω σε παραπάνω λεπτομέρειες αλλά εδώ έχουμε έρθει για άλλο λόγο.
Ψάχνουμε ιστορίες.
Ιστορίες πίσω από κομμάτια.
Με τη Lia μιλήσαμε για τον καινούργιο της δίσκο, το Half Step Forward. Μου δόθηκε το ελεύθερο να παρουσιάσω όποια από τις ιστορίες ήθελα, και πιστέψτε με, ήταν πολλές. Κατέληξα όμως σ’ αυτήν πίσω από το Point and Shoot.
Όταν φτάσαμε σε αυτό το κομμάτι, η πρώτη μου ερώτηση ήταν γιατί έχει τόσο ανάλαφρη μουσική ένα κομμάτι με έναν τόσο «σοβαρό» τίτλο, και αν αυτή η αντίφαση έγινε σκόπιμα. Η απάντηση ήταν θετική.
Αυτό το κομμάτι πιστεύω ότι κάνει συγκλονιστικά καλά portray την εικόνα για την οποία το έγραψα.
Η ιστορία ξεκινάει. Πετυχαίνεις ένα άτομο με το οποίο έχετε αλλάξει δρόμους. Τα συναισθήματα δεν έχουν εξαφανιστεί πλήρως, κι ας πρόκειται για άτομο που σε έχει πληγώσει. Καταλήγετε για λίγο μαζί…
…ξαπλώνει πάνω μου, της χαϊδεύω τα μαλλιά, και κοιτάω απέξω τον ήλιο που πέφτει και τα ξερά χόρτα, από πίσω τη θάλασσα… και είναι αυτή η εικόνα τώρα στο μυαλό μου. Του τι στο καλό μου κάνω, είναι κακό για μένα, αλλά είναι από τα πιο όμορφα πράγματα που έχω δει ποτέ αυτό. Οπότε και οι στίχοι είναι κυριολεκτικά αυτό.
The strands of hair under the sun feel like a distant memory resumed, γιατί εγώ βίωνα κυριολεκτικά εκείνη τη στιγμή αυτό που λέω, το οποίο με σκότωνε… δε μπορούσα να έχω αυτό που εκείνη τη στιγμή τόσο πολύ ήθελα, και ήξερα ότι με σκοτώνει κιόλας, και το να το έχω και το να μη το έχω.
And with your fingers on the gun you shout all positions are assumed, το οποίο σημαίνει πως ό,τι και να κάνεις, τελείωσες. Όποια επιλογή και να πάρω(…) με σκοτώνει ψυχολογικά.
Pull the trigger no one knows, I’m not bitter hear me howl. (…)Μου έκανε πολλά. Κι εγώ δε μπορούσα με τίποτα να της κρατήσω κακία. Προσπαθούσα να σκέφτομαι ότι μ’ έχει πληγώσει, ότι μου ‘χει κάνει χίλια δυο,(…) αλλά εγώ εκεί.
A glimpse of light on your smile tastes like an iceless whiskey dry. Γιατί το ουίσκι έχει κι αυτό μία πολύ-σημαντικότητα από μόνο του, απ’ τη μία δεν κατεβαίνει χωρίς λίγο πάγο, αλλά απ’ την άλλη για κάποιο λόγο όταν είσαι στεναχωρημένος θες να το κατεβάσεις έτσι. Ο ήλιος που πέφτει πάνω σου αυτή τη στιγμή είναι σαν το ουισκάκι που δε θέλω να κατεβάσω αλλά θέλω κάπως.
Silence is not your gun though it might seem so tempting. Αυτό είναι πολύ κυριολεκτικό γιατί δε λέγαμε τίποτα γι’ αυτή την κατάσταση. Ξέραμε και οι δύο τι συμβαίνει, τι νιώθουμε…
The deed is done, your time is over, point and shoot, I’ve passed the flame, the dance is over, the melody stopped, point and shoot… Τίποτα, που σημαίνει το τέλος, ό,τι έγινε, έγινε. Τελείωσε. Πάει ο χορός μας, πάνε και όλα. Put to an end.
Η δεύτερη φωνή που ακούγεται στο τέλος φράσεων και στο ρεφρέν έχει και αυτή τη σημασία της. Ήταν ο διάλογος μεταξύ εμού και του ατόμου που ήταν μαζί μου, που ήμουν σίγουρη ότι νιώθει και σκέφτεται ακριβώς τα ίδια πράγματα. Αυτό είναι το μόνο κομμάτι (του δίσκου) που είναι διαλογικό και κάνει involve τα συναισθήματα δύο ανθρώπων.
Ένα κομμάτι για το αδιέξοδο, για το παράδοξο, το αληθοφανές και το πραγματικό, την παράταση του τέλους και ταυτόχρονα την οριστικότητά του. Την ομορφιά μιας στιγμής μέσα σε μία επώδυνη εμπειρία, την ματαιότητα του να γνωρίζεις ότι κάθε επιλογή θα σε οδηγήσει στο ίδιο αποτέλεσμα.
Point and Shoot.
📝: Άννα Μαρία Λουλούδη